- υποζευγνύω
- ὑποζευγνύω, ΝΑ, και ὑποζεύγνυμι Α [ζευγνύω / ζεύγνυμι](σχετικά με ζώο) βάζω κάτω από τον ζυγό, ζεύωαρχ.1. μτφ. α) υποτάσσω, υποδουλώνωβ) κατατάσσω σε μία τάξη («τοὺς ἐν ἀμαθίᾳ κυλινδουμένους εἰς τὸ δουλικὸν ὑποζεύγνυσι γένος», Πλάτ.).
Dictionary of Greek. 2013.